01 May 2025

Τέμπη - Ευθύνη Υπουργών: Γιατί καθυστερούν οι δικογραφίες?

Την τελευταία μέρα του Απριλίου του 2025, ο Πρόεδρος της Βουλής ανακοίνωσε στην Ολομέλεια τη διαβίβαση δικογραφίας η οποία αφορά σε ποινική ευθύνη υπουργών για το έγκλημα των Τεμπών. Η διαβίβαση της δικογραφίας έγινε από την δικαστική αρχή προς τον Άρειο Πάγο, από τον Άρειο Πάγο προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης και από το Υπουργείο Δικαιοσύνης προς τη Βουλή. Εφόσον το Σύνταγμα ορίζει ότι οι στοιχεία τα οποία αφορούν σε ποινική ευθύνη υπουργών πρέπει να διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή, γιατί τότε διαβιβάζονται πρώτα στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, κατόπιν στον Υπουργό Δικαιοσύνης και στο τέλος στη Βουλή? Ποιος και πότε το θεσμοθέτησε αυτό το πρόσθετο βήμα το οποίο προσθέτει καθυστέρηση στη διαδικασία? Πώς γίνεται η Βουλή, στην οποία πρέπει να διαβιβάζεται αμελλητί η δικογραφία, να ενημερώνεται τελευταία? Η απάντηση είναι ότι το Σύνταγμα και ο νόμος περί ευθύνης υπουργών δεν προβλέπουν ένα τέτοιο "γαϊτανάκι". Το επινόησε το 2003 ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και το νομιμοποίησαν εμμέσως οι κυβερνήσεις ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ. Όπως πάντα, η δημοκρατική αντιπολίτευση αδιαφορεί, δεν έχει αναδείξει το ζήτημα και δεν έχει ζητήσει αλλαγή της διαδικασίας. Το "ζουμί" της υπόθεσης βρίσκεται στο ότι το "γαϊτανάκι" αυτό είναι ένας τρόπος για να είναι ενήμερη η εκάστοτε κυβέρνηση πριν από την Βουλή.

Ακολουθήστε μας στο BlueSky, στο mastodon, στο twitter και στο Facebook

Η ανακοίνωση του προέδρου της Βουλής

Την Τετάρτη 30 Απριλίου 2025 ο Πρόεδρος της Βουλής, Νικήτας Κακλαμάνης, ανακοίνωσε στην Ολομέλεια (πρακτικά σελ. 7) ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης διαβίβασε στη Βουλή ποινική δικογραφία για το έγκλημα των Τεμπών:

Έχω την τιμή να ανακοινώσω στο Σώμα ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης διαβίβασε στη Βουλή σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος και τον ν. 3126/2003 «Ποινική Ευθύνη των Υπουργών», όπως ισχύουν, στις 28-04-2025, ποινική δικογραφία που αφορά στον πρώην Υφυπουργό Υποδομών και Μεταφορών, Ιωάννη Κεφαλογιάννη, ποινική δικογραφία που αφορά στον πρώην Υφυπουργό Υποδομών και Μεταφορών, Μιχαήλ Παπαδόπουλο, ποινική δικογραφία που αφορά στον πρώην Υπουργό Υποδομών και Μεταφορών, Κωνσταντίνο Καραμανλή, και ποινική δικογραφία που αφορά στους διατελέσαντες Υπουργούς Υποδομών και Μεταφορών κατά το χρονικό διάστημα από 1-01-2016 έως και 28-02-2023. 

Στην ανακοίνωσή του, ο Νικήτας Κακλαμάνης, αναφέρει ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης διαβίβασε την δικογραφία στη Βουλή σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος και τον Ν. 3126/2003. 

Ωστόσο, ούτε το Σύνταγμα ούτε ο νόμος περί ευθύνης υπουργών προβλέπουν ότι τα στοιχεία τα οποία αφορούν σε ποινικές ευθύνες υπουργών, διαβιβάζονται πρώτα στον Άρειο Πάγο, από εκεί στον Υπ. Δικαιοσύνης και κατόπιν στη Βουλή. Η νομοθεσία ορίζει ότι πρέπει να διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την εξέταση, προανάκριση ή Ανάκριση κι όχι από τον Άρειο Πάγο ή τον Υπουργό Δικαιοσύνης. 

Πώς λοιπόν προέκυψε αυτή η ροή των δικογραφιών η οποία περιλαμβάνει "στάσεις" οι οποίες προσθέτουν καθυστέρηση στη διαδικασία και καταστρατηγούν την συνταγματική επιταγή περί αμελλητί διαβίβασης της δικογραφίας? 

Τί διαβιβάζεται στη Βουλή

Αρχικά, πρέπει να επισημανθεί ότι τόσο το άρθρο 86 του Συντάγματος όσο και το άρθρο 153 του Κανονισμού της Βουλής αναφέρονται σε διαβίβαση στοιχείων κι όχι δικογραφιώνΟ δε Πρόεδρος της Βουλής οφείλει να ανακοινώνει αμέσως τα στοιχεία αυτά στη Βουλή. 

Η επισήμανση αυτή γίνεται επειδή την Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2025, η Όλγα Γεροβασίλη "έσωσε" την Κυβέρνηση λέγοντας ότι καμία δικογραφία δεν παραμένει σε συρτάρια του Προέδρου της Βουλής Τασούλα και ότι η δικογραφία για το μπάζωμα είχε ανακοινωθεί στην ΒουλήΤην Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025, με ανάρτησή της στο Facebook τα έκανε ακόμα χειρότερα γράφοντας:

Δύο αναγκαίες διευκρινίσεις με αφορμή τη συζήτηση που γίνεται τις τελευταίες ώρες σχετικά με την σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής για τον κ. Τριαντόπουλο: 1. Ουδέποτε είπα ότι ο κ. Τριαντόπουλος έκανε πλημμέλημα. Το αντίθετο είπα. Ότι θέλουμε να έρθουν περισσότερα στοιχεία, ώστε να ενισχυθεί η κατηγορία και να πάνε στον φυσικό δικαστή όσοι ευθύνονται για το έγκλημα των Τεμπών. Να μην πέσει κανείς στα μαλακά. 2. Οι σοβαρές δικογραφίες που φτάνουν στη Βουλή, ακόμα και οι συμπληρωματικές, οφείλουν να ανακοινώνονται στην ολομέλεια, γι’ αυτό πρέπει άμεσα να αντιμετωπιστούν και οι ασάφειες του Κανονισμού της Βουλής. Διότι πίσω από τις ασάφειες αυτές δεν ανακοινώθηκαν με το άνοιγμα της Βουλής σοβαρά στοιχεία της δικογραφίας των Τεμπών.

Η Όλγα Γεροβασίλη αναφέρθηκε σε δήθεν ασάφειες του Κανονισμού της Βουλής. Το επιχείρημα αυτό το εισέφερε ανέλπιστα στην αμυντική γραμμή της Κυβέρνησης η οποία το αξιοποίησε. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι ουδεμία ασάφεια έχει ο Κανονισμός της Βουλής. Το άρθρο 153 παρ. 2 προβλέπει ρητά και ξεκάθαρα ότι:

Ο Πρόεδρος της Βουλής ανακοινώνει στην Ολομέλεια της Βουλής ή στο Τμήμα διακοπής των εργασιών της, αμέσως μετά την υποβολή τους, τα στοιχεία που διαβιβάζονται στη Βουλή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 86 παρ. 2 εδ. β ́ του Συντάγματος. 

Καθίσταται απολύτως ξεκάθαρο ότι ο Κανονισμός της Βουλής είναι σαφής. Δεν αναφέρεται σε "δικογραφία" αλλά σε κάθε στοιχείο. Τέτοια στοιχεία ήταν και αυτά που διαβιβάστηκαν συμπληρωματικά. Με το εφεύρημα ότι υπάρχει δήθεν ασάφεια τα έκανε χειρότερα η κα. Γεροβασίλη διότι όπλισε την Κυβέρνηση με νέα επιχειρήματα.

Τί προβλέπει το θεσμικό πλαίσιο διαβίβασης δικογραφιών

Η διαβίβαση της δικογραφίας έγινε από την δικαστική αρχή προς τον Άρειο Πάγο, από τον Άρειο Πάγο προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης και από το Υπουργείο Δικαιοσύνης προς τη Βουλή.

Όπως αναλύεται και στο άρθρο μας Τέμπη: Τί γίνεται με την διαβίβαση στην Βουλή της δικογραφίας για το μπάζωμα? η νομοθεσία δεν προβλέπει ότι η διαβίβαση στην Βουλή δικογραφιών οι οποίες αφορούν μέλη της Κυβέρνησης πρέπει να γίνεται δια του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή διά του Υπουργού Δικαιοσύνης. Προκύπτει το εντελώς αντίθετο, ότι δηλαδή την δικογραφία την διαβιβάζει στην Βουλή, χωρίς τη μεσολάβηση άλλων παραγόντων, ο δικαστικός λειτουργός ο οποίος κάνει την έρευνα.

Ειδικότερα, το άρθρο 86 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζει ότι την δικογραφία την διαβιβάζει αμελλητί στην Βουλή εκείνος ο οποίος διενεργεί την έρευνα:

Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση.

Δεν ορίζει το Σύνταγμα ότι εκείνος ο οποίος διενεργεί την έρευνα, όταν "σκοντάψει" σε μέλος της Κυβέρνησης, πρέπει πρώτα να στείλει την δικογραφία στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για να την διαβιβάσει αυτός στον Υπουργό Δικαιοσύνης κι εκείνος στην Βουλή. 

Τα ίδια ορίζει και ο νόμος περί ευθύνης υπουργών Ν. 3126/2003 στο άρθρο 4 παρ. 2, στο οποίο ουσιαστικά επαναλαμβάνει τις προβλέψεις του άρθρου 86 του Συντάγματος:

2. Αν κατά τη διεξαγωγή άλλης διοικητικής εξέτασης, προκαταρκτικής εξέτασης, προΑνάκρισης ή Ανάκρισης προκύψουν στοιχεία, τα οποία έχουν σχέση με τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την εξέταση, προανάκριση ή Ανάκριση.

Αλλά ούτε και από τον Κανονισμό της Βουλής (άρθρα 153-159) προκύπτει ότι την δικογραφία πρέπει να την διαβιβάσει στην Βουλή ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. 

Η επίμαχη εγκύκλιος 4/2003 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου

Την διαβίβαση στη Βουλή των δικογραφιών οι οποίες αφορούν μέλη της Κυβέρνησης μέσω του Αρείου Πάγου, την επινόησε και την επέβαλε το 2003 ο αείμνηστος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος Λινός, με την υπ' αρ. 4/2003 Εγκύκλιο του. 

Επισημαίνεται ότι οι Εγκύκλιοι του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν είναι νομοθεσία. Θα ήταν αντίθετο στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 του Συντάγματος) να νομοθετεί ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου διότι η Βουλή είναι το όργανο το οποίο νομοθετεί και όχι η Δικαστική Εξουσία. Εξάλλου, ούτε και με τις Γνωμοδοτήσεις του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου τίθενται κανόνες δικαίου δηλαδή νομοθεσία (βλ. και ΑΠ 25/2019). Οι Εγκύκλιοι του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 5 περ. α' του Ν. 4938/2022 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων) και με αυτές απευθύνει προς όλους τους εισαγγελικούς λειτουργούς της χώρας παραγγελίες, γενικές οδηγίες και συστάσεις σχετικές με την άσκηση των καθηκόντων τους. Δεν θέτουν κανόνες δικαίου και δεν είναι νομοθεσία.

Το σκεπτικό της Εγκυκλίου 4/2003 είναι ότι αφού το άρθρο 83 του Κανονισμού της Βουλής προβλέπει ότι οι αιτήσεις για την άρση της βουλευτικής ασυλίας (χορήγηση άδειας άσκησης ποινικής δίωξης κατά Bουλευτή) διαβιβάζονται από τον Eισαγγελέα του Aρείου Πάγου, έτσι θα πρέπει να γίνεται και για τις περιπτώσεις ποινικής ευθύνης υπουργών. 

Το άρθρο 83 του Κανονισμού της Βουλής προβλέπει επίσης ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κάνει και έλεγχο των αιτήσεων άρσης της Βουλευτικής ασυλίας, πριν τις διαβιβάσει στη Βουλή. Αντίστοιχος έλεγχος για υποθέσεις ποινικής ευθύνης υπουργών απαγορεύεται ρητά από το άρθρο 86 του Συντάγματος και το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 3126/2003 (νόμος περί ευθύνης υπουργών) και θα ήταν παράνομο να τον διενεργήσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.

Θα πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι ο νομοθέτης, με τον Κανονισμό της Βουλήςόρισε ρητά την παρεμβολή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου  για τις άρσεις Βουλευτικής ασυλίας. Κάτι τέτοιο όμως δεν το έκανε και για τις περιπτώσεις ποινικής ευθύνης υπουργών. Δηλαδή, δεν τροποποιήθηκαν οι διατάξεις θεσμικού πλαισίου περί ευθύνης υπουργών κατά τρόπο που να προβλέπουν ρητά και ξεκάθαρα ότι οι δικογραφίες για μέλη της Κυβέρνησης διαβιβάζονται υποχρεωτικά μέσω του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Το εν λόγω θεσμικό πλαίσιο παραμένει ακριβώς το ίδιο και προβλέπει ότι οποιοσδήποτε δικαστικός λειτουργός "σκοντάψει" σε ποινικές ευθύνες υπουργών, αυτός ο ίδιος διαβιβάζει στη Βουλή την δικογραφία.

Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι η διαδικασία άρσης βουλευτικής ασυλίας είναι διαφορετική από την διαδικασία ποινικής ευθύνης υπουργών. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές διαδικασίες οι οποίες δεν ταυτίζονται. Σε ό,τι αφορά στην ποινική ευθύνη υπουργών, η Βουλή ασκεί δικαστικές αρμοδιότητες καθώς αυτή αναλαμβάνει τόσο την διερεύνηση της υπόθεσης όσο και την άσκηση ποινικής δίωξης. Δηλαδή, η Βουλή ασκεί τις αρμοδιότητες που θα ασκούσε ο εισαγγελέας πλειμελλειοδικών. Αντιθέτως, σε ό,τι αφορά στις άρσεις ασυλίας Βουλευτών, αυτές υπάγονται στην τακτική δικαιοσύνη. Η Βουλή απλώς δίνει την άδεια της για να κινηθεί η ποινική δίωξη Βουλευτή, κατά το άρθρο 56 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και δεν ασκεί η ίδια την ποινική δίωξη ή την διερεύνηση της υπόθεσης. 

Καθίσταται σαφές ότι οι οδηγίες της Εγκυκλίου 4/2003 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου βρίσκονται εκτός της βούλησης του συντακτικού και του κοινού νομοθέτη. Ο συντακτικός και ο κοινός νομοθέτης ήθελαν να γίνεται η διαβίβαση των δικογραφιών από τον δικαστικό λειτουργό ο οποίος εντόπισε την ενδεχόμενη εμπλοκή μέλους της κυβέρνησης κι όχι κεντρικά από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Την παραπάνω άποψη, υιοθετεί και η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος με ανακοίνωσή της, την 8η Απριλίου 2009. Η Ένωση Εισαγγελέων είχε αμφισβητήσει την συμβατότητα της Εγκυκλίου 4/2003 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με το Σύνταγμα και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κάθε εισαγγελέας (ανεξαρτήτως βαθμού) που ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, όχι απλώς έχει τη νομική δυνατότητα, αλλά την υποχρέωση να διαβιβάσει ο ίδιος αμελλητί στη Βουλή κάθε στοιχείο που σχετίζεται με ενδεχόμενη ποινική ευθύνη υπουργού, χωρίς να δικαιούται να προβεί σε αξιολόγηση της επάρκειας ή της βασιμότητας αυτού. Ειδικότερα, η ανακοίνωση κατέγραφε τα ακόλουθα:

4. Η υπ’ αριθμ.4/2003 εγκύκλιος του Εισαγγελέα Α.Π. για διαβίβαση των στοιχείων στη Βουλή μέσω αυτού, ενώ προσπάθησε να λύσει ορισμένα πρακτικά προβλήματα που δημιουργούσε η διαβίβαση, κατά κύριο λόγο ανεπίδεκτων δικαστικής εκτίμησης μηνύσεων κατά υπουργών, μάλλον περιέπλεξε το ζήτημα, αφού όπως αποδείχθηκε, δημιούργησε παρεξηγήσεις και παρερμηνείες όσον αφορά τη διαδικασία εφαρμογής του νόμου. Εξάλλου δεν είναι δυνατόν ένας απλός διοικητικός υπάλληλος να έχει δικαίωμα ν’ αποστείλει απ’ ευθείας στη Βουλή στοιχεία σχετιζόμενα με ενδεχόμενη ποινική ευθύνη υπουργών (που προέκυψαν κατά διεξαγωγή διοικητικής εξέτασης) και να μην έχει τέτοιο δικαίωμα ο εισαγγελέας (καίτοι δικαστικός λειτουργός) που ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση.

5. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί συνταγματικά συμβατή η ανωτέρω εγκύκλιος, ο εισαγγελέας Α.Π. έχει καθαρά διαβιβαστικό ρόλο και ασφαλώς δεν δικαιούται να αξιολογήσει και να κρίνει την επάρκεια ή τη βασιμότητα των στοιχείων. Άλλωστε, τέτοιο δικαίωμα αξιολόγησης – όπως προαναφέρθηκε – δεν έχει ούτε ο αρμόδιος εισαγγελέας που ενεργεί την έρευνα.

6. Η διάταξη του άρθρου 24 παρ.4 του οργανισμού δικαστηρίων ( Ν. 1756/88) περί «ιεραρχικής εξάρτησης» μεταξύ των εισαγγελέων ασφαλώς δεν μπορεί να ερμηνευτεί με βάση αντιλήψεις που επικρατούσαν σε παλαιότερες εποχές όταν ο εισαγγελέας δεν ήταν δικαστικός λειτουργός, αλλά σύμφωνα με τις σύγχρονες συνταγματικές επιταγές (άρθρα 88 και 90 του Σ.) που αναγορεύουν τον εισαγγελέα ως ανεξάρτητο και ισόβιο δικαστικό λειτουργό.

7. Εξάλλου, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, ο εισαγγελέας οφείλει μεν να εκτελεί τις παραγγελίες των προϊσταμένων του (προδήλως αυτές που έχουν ειδικό νομικό έρεισμα και όχι αυτές που περιέχουν προσωπικές απόψεις), «κατά την εκτέλεση όμως των καθηκόντων του και την έκφραση της γνώμης του ενεργεί αδέσμευτα υπακούοντας στο νόμο και τη συνείδησή του». Συνεπώς, ο εισαγγελέας κατά την άσκηση των λειτουργικών του καθηκόντων και την έκφραση της δικαιοδοτικής του κρίσης, μόνους προϊσταμένους έχει το νόμο και τη συνείδησή του. Πρέπει, επιτέλους, να γίνει από όλους κατανοητό, αυτό που πριν από 25 χρόνια είχε πεί ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Σταμάτης, εκ των κορυφαίων εισαγγελέων στην ιστορία του θεσμού, ότι η ιεραρχική εξάρτηση ενός κατώτερου εισαγγελέα από έναν ανώτερο, αφορά μόνον τις τυπικές διαδικαστικές πράξεις και δεν επεκτείνεται ποτέ στις ουσιαστικές δικαιοδοτικές κρίσεις του. Και αυτά, χωρίς εξαίρεση, ισχύουν και για τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

8. Συμπερασματικά, ως προς την αρμοδιότητα για τη διαβίβαση στοιχείων σχετιζόμενων με ποινική ευθύνη υπουργών, που προκύπτουν κατά τη διεξαγωγή εισαγγελικής έρευνας: Κάθε εισαγγελέας (ανεξαρτήτως βαθμού) που ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, όχι απλώς έχει τη νομική δυνατότητα, αλλά την υποχρέωση να διαβιβάσει ο ίδιος αμελλητί στη Βουλή κάθε στοιχείο που σχετίζεται με ενδεχόμενη ποινική ευθύνη υπουργού, χωρίς να δικαιούται να προβεί σε αξιολόγηση της επάρκειας ή της βασιμότητας αυτού.

Όταν ο ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ νομιμοποίησαν την εγκύκλιο

Μέχρι και το 2014, ο Οργανισμός του Υπουργείου Δικαιοσύνης (ΠΔ 36/2000) δεν προέβλεπε ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης διαβιβάζει στη Βουλή τις δικογραφίες οι οποίες αφορούν σε ποινική ευθύνη υπουργών. Αυτό ήταν επόμενο διότι δεν είχε εκδοθεί ακόμα η Εγκύκλιος 4/2003 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την οποία επινοήθηκε την παρεμβολή του Αρείου Πάγου ούτε και η, μετά από αυτόν, παρεμβολή του Υπουργού Δικαιοσύνης. Δεν είναι γνωστό εάν η διαβίβαση προς τον Υπ. Δικαιοσύνης και από εκεί στη Βουλή, ήταν μέχρι τότε κάποια μη-θεσμοθετημένη πρακτική η οποία είχε καθιερωθεί σιωπηρώς. Πάντως, από το 2014 και ύστερα, νομιμοποιήθηκε.

Ειδικότερα, τον Αύγουστο του 2014, η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ εισήγαγε το πρώτον στον Οργανισμό του Υπ. Δικαιοσύνης (άρθρο 7 παρ. 3 περ. γ' υποπερ. δδ' ΠΔ 101/2014) την διαβίβαση δικογραφιών περί ευθύνης υπουργών από τον Υπουργό Δικαιοσύνης προς τη Βουλή. 

γ) Αρμοδιότητες Τμήματος Διεθνούς Δικαστικής Συνεργασίας σε αστικές και ποινικές υποθέσεις [..] δδ) Η διαβίβαση ποινικών δικογραφιών (βουλευτών, Υπουργών) στη Βουλή, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.

Με τον τρόπο αυτό, η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ ουσιαστικά υιοθέτησε & νομιμοποίησε εμμέσως, σιωπηρά και εκ των υστέρων την Εγκύκλιο 4/2003 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. 

Έκτοτε, όλοι οι επόμενοι Οργανισμοί του Υπ. Δικαιοσύνης περιείχαν τέτοια πρόβλεψη. Την ίδια πρόβλεψη περιείχε ο Οργανισμός Υπ. Δικαιοσύνης που έφερε ο ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο του 2017 (άρθρο 7 παρ. 3 περ. δ' υποπερ. δδ' ΠΔ 96/2017) όπως και οι Οργανισμοί που έφερε η κυβέρνηση ΝΔ τον Γενάρη του 2021 (άρθρο 23 παρ. 3 περ. β' υποπερ. γγ' ΠΔ 6/2021) και τον Απρίλιο του 2025 (άρθρο 35 παρ. 3 περ. β' υποπερ. γγ' ΠΔ 30/2025). 

Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως το πήγε ένα βήμα παραπέρα και έθεσε ακόμα πιο γερές βάσεις νομιμοποίησης της χρονοβόρας διαδικασίας, προσθέτοντας σχετική διάταξη στον Κανονισμό της Βουλής

Τον Ιούνιο του 2017, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ παρεισήγαγε την Εγκύκλιο 4/2003 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στο άρθρο 153 του Κανονισμού της Βουλής με το άρθρο 21 της από 22.06.2017 απόφασης της Ολομέλειας της Βουλής (ΦΕΚ Α 92/26.06.2017). Με την διάταξη αυτή, προστέθηκαν στην παρ. 2 του άρθρου 153 του Κανονισμού της Βουλής τα εξής εδάφια:

«Τα πρωτότυπα των στοιχείων παραμένουν προς φύλαξη στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στη Βουλή διαβιβάζονται, σε σφραγισμένο φάκελο, κεκυρωμένα αντίγραφα των στοιχείων αυτών, αριθμημένα κατ’ αύξοντα αριθμό και καταγεγραμμένα σε κατάσταση.».

Με τον τρόπο αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ κατοχύρωσε και σε επίπεδο Κανονισμού της Βουλής ότι οι δικογραφίες δεν θα διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή αλλά ότι θα "παραμένουν" στο Υπ. Δικαιοσύνης. Δηλαδή, κατοχύρωσε ότι πρώτα θα παραλαμβάνει τις δικογραφίες ο Υπουργός Δικαιοσύνης και μετά η Βουλή. Ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης θα έχει γνώση των δικογραφιών πρίν από την Βουλή.

Αυτός είναι ο λόγος που στην διατύπωση της επίμαχης διάταξης αναφέρεται ότι οι δικογραφίες "παραμένουν" στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Για να "παραμείνουν" τα πρωτότυπα προς φύλαξη στο Υπ. Δικαιοσύνης, σημαίνει ότι προαπαιτούμενο είναι πως το Υπ. Δικαιοσύνης τα έχει παραλάβει πρώτα από κάπου αλλού, δηλαδή από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, κι όχι από τη Βουλή. Αλλιώς, η επίμαχη διάταξη θα έγραφε ότι η Βουλή τα διαβιβάζει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης κι όχι το ανάποδο, δηλαδή ότι παραμένουν σε αυτό. 

Δεν είναι δηλαδή ότι η Βουλή παραλαμβάνει τα στοιχεία από τον δικαστικό λειτουργό ο οποίος τα εντόπισε και κατόπιν (η Βουλή) τα στέλνει στο Υπ. Δικαιοσύνης προς φύλαξη. Αντιθέτως, τα παραλαμβάνει ο Υπ. Δικαιοσύνης από τον Άρειο Πάγο, ενημερώνεται, και η Βουλή είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης, ενάντια στις συνταγματικές προβλέψεις.

Το όφελος της εκάστοτε Κυβέρνησης

Ωστόσο, εκτός από τις όποιες χρονικές καθυστερήσεις, δημιουργείται ακόμα ακόμα ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. 

Η διαβίβαση των στοιχείων στο Υπουργείο Δικαιοσύνης σημαίνει ότι η εκάστοτε Κυβέρνηση έχει πρόωρη γνώση της δικογραφίας, πριν ακόμα να πληροφορηθεί για αυτήν η Βουλή. 

Αντί να ενημερώνεται πρώτη η Βουλή, η οποία είναι μόνη αρμόδια να κινήσει την ποινική δίωξη, ενημερώνεται πρώτη η εκάστοτε Κυβέρνηση, μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης. 

Η Βουλή ενημερώνεται τελευταία, κόντρα στο Σύνταγμα. Η πρακτική που έχει δημιουργηθεί και έχει εμμέσως νομιμοποιηθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, καθιστά την Βουλή τελευταίο τροχό της αμάξης, ενώ το σκεπτικό του Συντάγματος είναι ότι η Βουλή (κι όχι η κυβέρνηση) πρέπει να ενημερώνεται άμεσα, χωρίς χρονοτριβή και χωρίς την παρεμβολή άλλων παραγόντων. 

Αντ' αυτού, πρώτοι ενημερώνονται ο Άρειος Πάγος και η Κυβέρνηση. Αντί να αιφνιδιάζεται η εκάστοτε Κυβέρνηση από την αμελλητί διαβίβαση δικογραφιών στη Βουλή, διατηρεί για τον εαυτό της το στοιχείο του αιφνιδιασμού της Βουλής

Όλα έγιναν για να έχει τα πρωτεία της πληροφόρησης η εκάστοτε κυβέρνηση και ταυτόχρονα τον έλεγχο των εξελίξεων. Για να έχει το στρατηγικό πλεονέκτημα αναφορικά με το πώς θα διαχειριστεί την δικογραφία τόσο επικοινωνιακά όσο και χρονικά, αφού μπορεί να προκαλεί πρόσθετες καθυστερήσεις. 

Αυτό είναι το "ζουμί" της υπόθεσης από την περιφορά των δικογραφιών. Η κατοχύρωση των πρωτείων της ενημέρωσης της κυβέρνησης, εις βάρος της Βουλής. Ίσως αυτό να εξηγεί γιατί τα κόμματα της αντιπολίτευσης αδιαφορούν και δεν επιδιώκουν την κατάργηση της διαδικασίας αυτής. Είναι ένα ζήτημα το οποίο το γνωρίζουν αλλά δεν το έχουν αναδείξει.

Η συγκυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ το 2014 το κατοχύρωσε νομοθετικά στον Οργανισμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης και ο ΣΥΡΙΖΑ το 2017 το κατοχύρωσε στον Κανονισμό της Βουλής.

Η αδιάφορη αντιπολίτευση

Λόγω της υπόθεσης των Τεμπών, η καθυστέρηση που σημειώνεται στη διαβίβαση των δικογραφιών έγινε αντικείμενο σφοδρής αντιπαράθεσης. 

Ωστόσο, κανένα από τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης δεν αναφέρθηκε στη διαδικασία - "γαϊτανάκι" η οποία ακολουθείται. Κανένα από αυτά τα κόμματα δεν απαίτησε να εφαρμόζονται οι συνταγματικές προβλέψεις περί αμελλητί διαβίβασης των στοιχείων στη Βουλή. 

Ακόμα χειρότερα, κανένα κόμμα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης δεν δεσμεύτηκε ότι θα καταργήσει τα ενδιάμεσα στάδια τα οποία έχουν επινοηθεί και προσθέτουν καθυστέρηση στη διαδικασία. Τέτοια παρέμβαση θα περίμενε κανείς ιδίως από την Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, που ήταν το κόμμα το οποίο ανέδειξε τις "δικογραφίες στα συρτάρια". 

Αξίζει να επισημανθεί και κάτι ακόμα. Την Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2024, ως Προεδρεύουσα της Βουλής, η Όλγα Γεροβασίλη ανακοίνωσε τη διαβίβαση δικογραφιών στη Βουλή, μεταξύ των οποίων και ποινική δικογραφία που "αφορά τους πρώην Υπουργούς Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Οικονομικών" (πρακτικά σελ. 27). 

Με μια λεπτομέρεια όμως. Δεν ανακοίνωσε τα ονόματα των πρώην Υπουργών Μεταφορών στους οποίους αφορούσαν οι δικογραφίες αυτές, ούτε και σε ποιες κυβερνητικές περιόδους διετέλεσαν Υπουργοί. 

ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ (Όλγα Γεροβασίλη): Πριν περάσουμε στην επόμενη επίκαιρη ερώτηση, έχω την τιμή να ανακοινώσω στο Σώμα ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης διαβίβασε στη Βουλή, σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος και τον ν.3126/2003 «Ποινική Ευθύνη Υπουργών», όπως ισχύουν, την 28.11.2024 ποινική δικογραφία που αφορά στον πρώην Υπουργό Προστασίας του Πολίτη Παναγιώτη Θεοδωρικάκο και τη 2.12.2024 ποινική δικογραφία που αφορά στον πρώην Υφυπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού Ελευθέριο Αυγενάκη και ποινική δικογραφία που αφορά τους πρώην Υπουργούς Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Οικονομικών.

Έτσι απλά! Δικογραφία για ανώνυμους πρώην Υπουργούς Μεταφορών!

Σε ποιους πρώην Υπ. Μεταφορών αφορούσε η δικογραφία? Σε υπουργούς της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου? Σε υπουργούς του Κώστα Σημίτη? Ή μήπως σε Υπουργούς της κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου? 

Ήταν κρυφά τα ονόματα των πρώην Υπουργών Μεταφορών? Δεν έπρεπε να πληροφορηθούν οι Βουλευτές αλλά και οι πολίτες σε ποιους αφορούσε η δικογραφία? Οι Βουλευτές θα είχαν την δυνατότητα να τα μάθουν εκ των υστέρων διότι θα είχαν πρόσβαση στην δικογραφία. Οι πολίτες όμως, γιατί δεν έπρεπε να πληροφορηθούν τα ονόματα των πρώην Υπουργών?

Θα μπορούσε να επικαλεστεί κάποιος ότι δεν συνέταξε η Γεροβασίλη την ανακοίνωση αλλά ότι της την έδωσαν έτοιμη οι Υπηρεσίες της Βουλής κι εκείνη απλώς την διάβασε. Η ίδια όμως δεν αναρωτήθηκε γιατί η ανακοίνωση δεν περιείχε και ονόματα? Δεν είχε ακούσει ότι κάτι γίνεται τα τελευταία 2 χρόνια με μια πολύ σοβαρή υπόθεση σύγκρουσης 2 τρένων στα Τέμπη, στην οποία εμπλέκονται υπουργοί μεταφορών και για την οποία υπάρχει έντονο δημόσιο ενδιαφέρον το οποίο κινητοποιεί εκατομμύρια πολιτών να βγουν στους δρόμους και να διαμαρτυρηθούν? Δεν ήταν υποψιασμένη? Δεν χτύπησε κάποιο "καμπανάκι" στην ίδια ή στους παρόντες βουλευτές? Ως Προεδρεύουσα της Βουλής και προϊσταμένη των Υπηρεσιών, μπορούσε να ζητήσει από τις Υπηρεσίες της Βουλής να εμπλουτίσουν την ανακοίνωση με τα ονόματα των πρώην υπουργών. Το ίδιο μπορούσαν να αιτηθούν στο προεδρείο και οι παρόντες βουλευτές. Αλλά δεν το έπραξαν, λόγω της αδιαφορίας τους για το έγκλημα των Τεμπών. 

Θα μπορούσε να επικαλεστεί κανείς ότι ενδεχομένως η δικογραφία δεν περιείχε συγκεκριμένα ονόματα Υπουργών κι ότι γι' αυτό δεν τα ανακοίνωσε η Προεδρεύουσα Γεροβασίλη. Ωστόσο, ακόμα κι αν δεν περιείχε ονόματα, είναι απολύτως βέβαιο ότι θα περιείχε τις επίμαχες περιόδους κατά τις οποίες διετέλεσαν Υπουργοί Μεταφορών. Από την αναφορά στις περιόδους αυτές θα προέκυπταν και τα ονόματά τους. Όμως, ούτε αυτό ζήτησε από τις υπηρεσίες της Βουλής να πράξουν. 

Δεν είναι ότι η κα. Γεροβασίλη έπραξε δολίως επειδή είχε κάποιον απώτερο σκοπό ή κάποιο σκοτεινό σχέδιο. Αντιθέτως, τα παραπάνω είναι ενδεικτικά της αδιαφορίας των βουλευτών της αντιπολίτευσης και του διεκπεραιωτικού ρόλου που διαδραματίζουν στην υπόθεση των Τεμπών. Κατά το επίμαχο διάστημα, στον ΣΥΡΙΖΑ είχαν το μυαλό τους στα εσωκομματικά τους και στην εκλογή νέου Προέδρου, κι όχι στα Τέμπη. 

Η ουσία του εγκλήματος των Τεμπών αφήνει παγερά αδιάφορους τους Βουλευτές της δημοκρατικής αντιπολίτευσης. Το ενδιαφέρον τους είναι καθαρά μικροπολιτικό. Συγγενείς θυμάτων και κοινωνία δεν έχουν τίποτα να προσδοκούν από αυτούς. 

Ακολουθήστε μας στο BlueSky, στο mastodon, στο twitter και στο Facebook























Photo by Melanie Hughes on Unsplash