23 May 2024

Τέμπη: Τί γίνεται με την διαβίβαση στην Βουλή της δικογραφίας για το μπάζωμα?


Ένα μήνα μετά από την 25η Απριλίου 2024, οπότε και έγινε δεκτή η προσφυγή των συγγενών των θυμάτων από τον Εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, η δικογραφία η οποία προέκυψε ύστερα από έγκληση των συγγενών των θυμάτων για το "μπάζωμα", δεν έχει διαβιβαστεί ακόμα στη Βουλή. Σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος, η δικογραφία έπρεπε να διαβιβαστεί αμελλητί στη Βουλή. Το χρονικό διάστημα το οποίο έχει ήδη παρέλθει (ένας μήνας) δεν φαίνεται να συμβαδίζει με την συνταγματική επιταγή περί αμμελητί διαβίβασης της δικογραφίας. Τα δημοσιεύματα τα οποία ασχολούνται με αυτήν την καθυστέρηση της διαβίβασης της δικογραφίας, αποδίδουν πολιτικά κίνητρα στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Στο άρθρο αυτό εξετάζεται μία πτυχή της διαδικασίας διαβίβασης της δικογραφίας στη Βουλή και ειδικότερα το γεγονός ότι η διαβίβαση γίνεται μέσω του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η παρεμβολή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν προβλέπεται από το Σύνταγμα ή από την νομοθεσία περί ευθύνης υπουργών. Η πρακτική αυτή βασίζεται στην υπ’ αριθμ. 4/2003 Εγκύκλιο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την οποία διατύπωσε την άποψη ότι η αμελλητί διαβίβαση στην Βουλή δικογραφιών που αφορούν υπουργούς πρέπει να γίνεται μέσω αυτού. Η Ένωση Εισαγγελέων το 2009, είχε εκφράσει την αντίθετη άποψη από αυτήν η οποία διατυπώνεται στην προαναφερθείσα εγκύκλιο του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και είχε εκφράσει και αμφιβολίες για την συνταγματικότητά της. Η Ένωση Εισαγγελέων είχε υποστηρίξει ότι κάθε εισαγγελέας, ανεξαρτήτως βαθμού, όχι απλώς έχει τη νομική δυνατότητα, αλλά την υποχρέωση να διαβιβάσει ο ίδιος αμελλητί στη Βουλή την δικογραφία. Σε κάθε περίπτωση, η Εγκύκλιος του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν αποτελεί νομοθεσία. Σύμφωνα με το άρθρο 26 του Συντάγματος, μόνο η Βουλή νομοθετεί και όχι η δικαστική εξουσία.

Ακολουθήστε μας στο twitter και στο Facebook

Πολιτικές σκοπιμότητες αποδίδουν στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου πρόσφατα δημοσιεύματα (εδώ και εδώ) τα οποία αναφέρονται στην καθυστέρηση της διαβίβασης στη Βουλή της δικογραφίας για το "μπάζωμα" των Τέμπών.

Το Ιστορικό

Τον Δεκέμβριο του 2023, οι συγγενείς των θυμάτων είχαν καταθέσει έγκληση κατά μελών της κυβέρνησης για το μπάζωμα και ειδικότερα για τα αδικήματα της παράβασης καθήκοντος (άρθρο 250 του Ποινικού Κώδικα) και της υπόθαλψης εγκληματία (άρθρο 231 του Ποινικού Κώδικα).

Την Τρίτη 26 Μαρτίου 2024, η εισαγγελέας πλημμελειοδικών Λάρισας, ως μη όφειλε και καθ' υπέρβαση της αρμοδιότητάς της, είχε εκδώσει απορριπτική διάταξη κατά της έγκλησης των συγγενών. Η έγκληση αυτή αφορούσε μέλη της Κυβέρνησης και ως εκ τούτου έπρεπε να έχει διαβιβαστεί στην Βουλή αντί να διερευνηθεί και να απορριφθεί.

Η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζήτησε την Πέμπτη 18 Απριλίου 2024 την πειθαρχική έρευνα της εισαγγελέως πλημμελειοδικών Λάρισας η οποία προέβη στην απόρριψη της έγκλησης. 

Κατά της απορριπτικής διάταξης της εισαγγελέως πλημμελειοδικών Λάρισας, οι συγγενείς των θυμάτων άσκησαν προσφυγή (άρθρο 52 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) την Τετάρτη 17 Απριλίου 2024, ενώπιον της εισαγγελέως εφετών Λάρισας. 

Η προσφυγή των συγγενών έγινε δεκτή από την εισαγγελέα εφετών Λάρισας, η οποία διέταξε την υποβολή της δικογραφίας στην Βουλή ως προς το σκέλος που αφορά σε μέλη της Κυβέρνησης. 

Διαβάστε το άρθρο μας Τέμπη: Απόρριψη έγκλησης κατά Τριαντόπουλου για το μπάζωμα

Τί προβλέπει η νομοθεσία

Από την επισκόπηση της νομοθεσίας η οποία περιέχει τις ρυθμίσεις για τα "υπουργικά αδικήματα" δεν προκύπτει ότι οι δικογραφίες που αφορούν σε ποινική ευθύνη μελών της Κυβέρνησης πρέπει να διαβιβάζονται στην Βουλή μέσω του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Αντιθέτως, ορίζεται ρητά και ξεκάθαρα ότι την διαβίβαση την κάνει ο δικαστικός λειτουργός ο οποίος διενεργεί την έρευνα. 

Το σημείο εκκίνησης είναι το ίδιο το Σϋνταγμα και ειδικότερα το άρθρο 86 παρ. 2. Η εν λόγω διάταξη ορίζει ρητά ότι την δικογραφία την διαβιβάζει αμελλητί στην Βουλή εκείνος ο οποίος διενεργεί την έρευνα. Δεν ορίζει το Σύνταγμα ότι εκείνος ο οποίος διενεργεί την έρευνα, όταν "σκοντάψει" σε μέλος της Κυβέρνησης, πρέπει πρώτα να στείλει την δικογραφία στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για να την διαβιβάσει αυτός στην Βουλή. Η επίμαχη συνταγματική διάταξη προβλέπει τα εξής:

Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση.

Ούτε από τον νόμο περί ευθύνης Ν. 3126/2003 προκύπτει ότι θα πρέπει να γίνεται η διαβίβαση της δικογραφίας στην Βουλή μέσω του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Ειδικότερα, το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3126/2003 αντιγράφει το άρθρο 86 παρ. 2 του Συντάγματος και ορίζει ότι:

2. Αν κατά τη διεξαγωγή άλλης διοικητικής εξέτασης, προκαταρκτικής εξέτασης, προΑνάκρισης ή Ανάκρισης προκύψουν στοιχεία, τα οποία έχουν σχέση με τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την εξέταση, προανάκριση ή Ανάκριση.

Αλλά ούτε και από τον Κανονισμό της Βουλής (άρθρα 153-159) προκύπτει ότι την δικογραφία πρέπει να την διαβιάζει στην Βουλή ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.

Είναι ολοφάνερο ότι η νομοθεσία δεν προβλέπει ότι η διαβίβαση στην Βουλή δικογραφιών οι οποίες αφορούν μέλη της Κυβέρνησης πρέπει να γίνεται από τον Εισαγγελέα του Αρείο Πάγου. Προκύπτει το εντελώς αντίθετο, ότι δηλαδή την δικογραφία την διαβιβάζει στην Βουλή ο δικαστικός λειτουργός ο οποίος κάνει την έρευνα, όποιου βαθμού και εάν είναι.

Τότε, εάν δεν την προβλέπει η νομοθεσία, πώς προέκυψε η παρεμβολή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου? 

Η Εγκύκλιος 4/2003 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου

Την διαβίβαση στη Βουλή των δικογραφιών, οι οποίες αφορούν μέλη της Κυβέρνησης, την επέβαλε το 2003 ο αείμνηστος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος Λινός, με την υπ' αρ. 4/2003 Εγκύκλιο του.

Επισημαίνεται ότι οι Εγκύκλιοι του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν είναι νομοθεσία. Θα ήταν αντίθετο στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 του Συντάγματος) να νομοθετεί ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου διότι η Βουλή είναι το όργανο το οποίο νομοθετεί και όχι η Δικαστική Εξουσία. Εξάλλου, ούτε και με τις Γνωμοδοτήσεις του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου τίθενται κανόνες δικαίου δηλαδή νομοθεσία (βλ. και ΑΠ 25/2019). 

Οι Εγκύκλιοι του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 5 περ. α' του Ν. 4938/2022 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων) και με αυτές απευθύνει προς όλους τους εισαγγελικούς λειτουργούς της χώρας παραγγελίες, γενικές οδηγίες και συστάσεις σχετικές με την άσκηση των καθηκόντων τους. Δεν θέτουν κανόνες δικαίου και δεν είναι νομοθεσία.

Το σκεπτικό της Εγκυκλίου 4/2003 είναι ότι αφού το άρθρο 83 του Κανονισμού της Βουλής προβλέπει ότι οι αιτήσεις για την άρση της βουλευτικής ασυλίας (χορήγηση άδειας άσκησης ποινικής δίωξης κατά Bουλευτή) διαβιβάζονται από τον Eισαγγελέα του Aρείου Πάγου, έτσι θα πρέπει να γίνεται και για τις περιπτώσεις ποινικής ευθύνης υπουργών. 

Το άρθρο 83 του Κανονισμού της Βουλής προβλέπει επίσης ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κάνει και έλεγχο των αιτήσεων άρσης της Βουλευτικής ασυλίας, πριν τις διαβιβάσει στη Βουλή. Αντίστοιχος έλεγχος για υποθέσεις ποινικής ευθύνης υπουργών απαγορεύεται ρητά από το άρθρο 86 του Συντάγματος και το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 3126/2003 (νόμος περί ευθύνης υπουργών) και θα ήταν παράνομο να τον διενεργήσει ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.

Θα πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι ο νομοθέτης, με τον Κανονισμό της Βουλήςόρισε ρητά την παρεμβολή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου  για τις άρσεις Βουλευτικής ασυλίας. Κάτι τέτοιο όμως δεν το έκανε και για τις περιπτώσεις ποινικής ευθύνης υπουργών. Δηλαδή, δεν τροποποιήθηκαν οι διατάξεις θεσμικού πλαισίου περί ευθύνης υπουργών κατά τρόπο που να προβλέπουν ρητά και ξεκάθαρα ότι οι δικογραφίες για μέλη της Κυβέρνησης διαβιβάζονται υποχρεωτικά μέσω του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Τον εν λόγω θεσμικό πλαίσιο παραμένει ακριβώς το ίδιο και προβλέπει ότι οποιοσδήποτε δικαστικός λειτουργός "σκοντάψει" σε ποινικές ευθύνες υπουργών, αυτός ο ίδιος διαβιβάζει στη Βουλή την δικογραφία.

Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί ότι η διαδικασία άρσης βουλευτικής ασυλίας είναι διαφορετική από την διαδικασία ποινικής ευθύνης υπουργών. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές διαδικασίες οι οποίες δεν ταυτίζονται. 

Σε ό,τι αφορά στην ποινική ευθύνη υπουργών, η Βουλή ασκεί δικαστικές αρμοδιότητες καθώς αυτή αναλαμβάνει τόσο την διερεύνηση της υπόθεσης όσο και την άσκηση ποινικής δίωξης. Δηλαδή, η Βουλή ασκεί τις αρμοδιότητες που θα ασκούσε ο εισαγγελέας πλειμελλειοδικών. Αντιθέτως, σε ό,τι αφορά στις άρσεις ασυλίας Βουλευτών, αυτές υπάγονται στην τακτική δικαιοσύνη. Η Βουλή απλώς δίνει την άδεια της για να κινηθεί η ποινική δίωξη Βουλευτή, κατά το άρθρο 56 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και δεν ασκεί η ίδια την ποινική δίωξη ή την διερεύνηση της υπόθεσης. 

Επομένως, καθίσταται σαφές ότι οι οδηγίες της Εγκυκλίου 4/2003 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου βρίσκονται εκτός της βούλησης του συντακτικού και του κοινού νομοθέτη. Ο συντακτικός και ο κοινός νομοθέτης ήθελαν να γίνεται η διαβίβαση των δικογραφιών από τον δικαστικό λειτουργό εκείνο ο οποίος εντόπισε την εμπλοκή μέλους της κυβέρνησης κι όχι κεντρικά από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Η Ένωση Εισαγγελέων

Την παραπάνω άποψη, υιοθετεί και η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος με ανακοίνωσή της την 8η Απριλίου 2009. 

Ειδικότερα, η Ένωση Εισαγγελέων είχε αμφισβητήσει την συμβατότητα της Εγκυκλίου 4/2003 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με το Σύνταγμα και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κάθε εισαγγελέας (ανεξαρτήτως βαθμού) που ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, όχι απλώς έχει τη νομική δυνατότητα, αλλά την υποχρέωση να διαβιβάσει ο ίδιος αμελλητί στη Βουλή κάθε στοιχείο που σχετίζεται με ενδεχόμενη ποινική ευθύνη υπουργού, χωρίς να δικαιούται να προβεί σε αξιολόγηση της επάρκειας ή της βασιμότητας αυτού.

Ειδικότερα, η ανακοίνωση κατέγραφε τα ακόλουθα:

4. Η υπ’ αριθμ.4/2003 εγκύκλιος του Εισαγγελέα Α.Π. για διαβίβαση των στοιχείων στη Βουλή μέσω αυτού, ενώ προσπάθησε να λύσει ορισμένα πρακτικά προβλήματα που δημιουργούσε η διαβίβαση, κατά κύριο λόγο ανεπίδεκτων δικαστικής εκτίμησης μηνύσεων κατά υπουργών, μάλλον περιέπλεξε το ζήτημα, αφού όπως αποδείχθηκε, δημιούργησε παρεξηγήσεις και παρερμηνείες όσον αφορά τη διαδικασία εφαρμογής του νόμου. Εξάλλου δεν είναι δυνατόν ένας απλός διοικητικός υπάλληλος να έχει δικαίωμα ν’ αποστείλει απ’ ευθείας στη Βουλή στοιχεία σχετιζόμενα με ενδεχόμενη ποινική ευθύνη υπουργών (που προέκυψαν κατά διεξαγωγή διοικητικής εξέτασης) και να μην έχει τέτοιο δικαίωμα ο εισαγγελέας (καίτοι δικαστικός λειτουργός) που ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση.

5. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί συνταγματικά συμβατή η ανωτέρω εγκύκλιος, ο εισαγγελέας Α.Π. έχει καθαρά διαβιβαστικό ρόλο και ασφαλώς δεν δικαιούται να αξιολογήσει και να κρίνει την επάρκεια ή τη βασιμότητα των στοιχείων. Άλλωστε, τέτοιο δικαίωμα αξιολόγησης – όπως προαναφέρθηκε – δεν έχει ούτε ο αρμόδιος εισαγγελέας που ενεργεί την έρευνα.

6. Η διάταξη του άρθρου 24 παρ.4 του οργανισμού δικαστηρίων ( Ν. 1756/88) περί «ιεραρχικής εξάρτησης» μεταξύ των εισαγγελέων ασφαλώς δεν μπορεί να ερμηνευτεί με βάση αντιλήψεις που επικρατούσαν σε παλαιότερες εποχές όταν ο εισαγγελέας δεν ήταν δικαστικός λειτουργός, αλλά σύμφωνα με τις σύγχρονες συνταγματικές επιταγές (άρθρα 88 και 90 του Σ.) που αναγορεύουν τον εισαγγελέα ως ανεξάρτητο και ισόβιο δικαστικό λειτουργό.

7. Εξάλλου, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, ο εισαγγελέας οφείλει μεν να εκτελεί τις παραγγελίες των προϊσταμένων του (προδήλως αυτές που έχουν ειδικό νομικό έρεισμα και όχι αυτές που περιέχουν προσωπικές απόψεις), « κατά την εκτέλεση όμως των καθηκόντων του και την έκφραση της γνώμης του ενεργεί αδέσμευτα υπακούοντας στο νόμο και τη συνείδησή του ». Συνεπώς, ο εισαγγελέας κατά την άσκηση των λειτουργικών του καθηκόντων και την έκφραση της δικαιοδοτικής του κρίσης, μόνους προϊσταμένους έχει το νόμο και τη συνείδησή του. Πρέπει, επιτέλους, να γίνει από όλους κατανοητό, αυτό που πριν από 25 χρόνια είχε πεί ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Σταμάτης, εκ των κορυφαίων εισαγγελέων στην ιστορία του θεσμού, ότι η ιεραρχική εξάρτηση ενός κατώτερου εισαγγελέα από έναν ανώτερο, αφορά μόνον τις τυπικές διαδικαστικές πράξεις και δεν επεκτείνεται ποτέ στις ουσιαστικές δικαιοδοτικές κρίσεις του. Και αυτά, χωρίς εξαίρεση, ισχύουν και για τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

8. Συμπερασματικά, ως προς την αρμοδιότητα για τη διαβίβαση στοιχείων σχετιζόμενων με ποινική ευθύνη υπουργών, που προκύπτουν κατά τη διεξαγωγή εισαγγελικής έρευνας: Κάθε εισαγγελέας (ανεξαρτήτως βαθμού) που ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, όχι απλώς έχει τη νομική δυνατότητα, αλλά την υποχρέωση να διαβιβάσει ο ίδιος αμελλητί στη Βουλή κάθε στοιχείο που σχετίζεται με ενδεχόμενη ποινική ευθύνη υπουργού, χωρίς να δικαιούται να προβεί σε αξιολόγηση της επάρκειας ή της βασιμότητας αυτού.

UPDATE 23.05.2024: Διαβιβάστηκε μετά από ένα μήνα η δικογραφία

Ένα μήνα μετά, η δικογραφία για το μπάζωμα των Τεμπών διαβιβάστηκε στην Βουλή, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα. Η δικογραφία αφορά τον τέως υπουργό Υγείας, Θάνο Πλεύρη, την τέως υφυπουργό Υγείας, Ζωή Ράπτη, τον τέως υφυπουργό Μεταφορών, Μιχάλη Παπαδόπουλο, καθώς και τον τέως υφυπουργό παρά τω πρωθυπουργώ, Χρήστο Τριαντόπουλο.

Πράγματι, από την επισκόπηση των πρακτικών (σελ. 372) της συνεδρίασης της Βουλής της Πέμπτης 23 Μαΐου 2024, προκύπτει ότι ο αντιπρόεδρος της Βουλής Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος έκανε την εξής ανακοίνωση:

Έχω τιμή να ανακοινώσω ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης διαβίβασε στη Βουλή, σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος και τον ν.3126/2003 «Ποινική ευθύνη των Υπουργών» όπως ισχύουν, την 23.5.2024 ποινική δικογραφία που αφορά στους 1) τέως Υπουργό Υγείας Αθανάσιο Πλεύρη 2) τέως Υπουργό Μεταφορών Μιχάλη Παπαδόπουλο 3) τέως Υφυπουργό Υγείας Ζωή Ράπτη και 4) τέως Υφυπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ Χρήστο Τριαντόπουλο. 


Ακολουθήστε μας στο twitter και στο Facebook








Photo by paolo candelo on Unsplash