Ακολουθήστε μας στο BlueSky, στο mastodon, στο twitter και στο Facebook
Το πρόβλημα
Μέχρι τον Νοέμβριο του 2019, το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος προέβλεπε αποσβεστική προθεσμία ("παραγραφή") εντός της οποίας μπορούσε η Βουλή να ασκήσει την αρμοδιότητά της για άσκηση ποινικής δίωξης κατά υπουργών:
Η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος.
Η διάταξη αυτή δεν αφορά σε παραγραφή και κακώς έχει επικρατήσει να αποκαλείται έτσι. Η παραγραφή είναι θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου ο οποίος αφορά στην εξάλειψη του αξιόποινου μετά την παρέλευση ορισμένου χρόνου από την αξιόποινη πράξη. Η αποσβεστική προθεσμία αφορά σε χρονικό περιθώριο εντός του οποίου μπορεί η Βουλή να ασκήσει την αρμοδιότητά της για άσκηση ποινικής δίωξης κατά υπουργών. Είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα.
Η ρύθμιση περί αποσβεστικής προθεσμίας δεν προϋπήρχε στο Σύνταγμα του 1975 αλλά ούτε και στο Σύνταγμα του 1986. Είναι εμπνεύσεως Ευάγγελου Βενιζέλου, ο οποίος την έφερε στην αναθεώρηση του 2001.
Σημειωτέον δε, ότι το Σύνταγμα δεν συνέδεε την παρέλευση της αποσβεστικής προθεσμίας με ορισμένη ποινική έννομη συνέπεια. Δηλαδή, το Σύνταγμα δεν προέβλεπε ότι εάν παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική προθεσμία τότε επέρχεται εξάλειψη του αξιόποινου ή κάποια άλλη συνέπεια. Για τον λόγο αυτό, είναι ανακριβές το επιχείρημα, το οποίο εισήγαγε πρώτος ο Ευάγγελος Βενιζέλος (ενδ. εδώ), ότι τάχα η αποσβεστική προθεσμία είναι ρύθμιση του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Το επιχείρημα αυτό, το υποστήριξε επικαλούμενος τον εαυτό του κι όχι επικαλούμενος προγενέστερη του 2001 ποινική βιβλιογραφία ή ποινική διάταξη. Εξάλλου, στην ομιλία του (πρακτικά σελ. 12) την Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2001 ενώπιον της αναθεωρητικής Βουλής του 2001 είχε διακρίνει την παραγραφή, που είναι θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου από την αποσβεστική προθεσμία ως δύο ξεχωριστούς θεσμούς λέγοντας:
Ως προς την παραγραφή και την αποσβεστική προθεσμία, είναι προφανές ότι τα θέματα της παραγραφής ρυθμίζονται από το ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο, ενώ η αρμοδιότητα της Βουλής να ασκεί τη δίωξη καθορίζεται χρονικά, σύμφωνα και με την πρόταση που είχε κάνει ο κ. Ιωάννης Κεφαλογιάννης στην Επιτροπή Αναθεώρησης, μέχρι και το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που έπεται της τέλεσης της πράξης.
Όσο κι αν αναζητήσαμε στην ποινική νομοθεσία από το 1834 έως και το 2001, δεν εντοπίσαμε καμία ποινική διάταξη με την οποία να εισάγεται στο ελληνικό ποινικό δίκαιο "αποσβεστική προθεσμία". Αλλά ούτε και στην ποινική βιβλιογραφία, ιδίως του 19ου και του 20ου αιώνα, δεν εντοπίσαμε καμία αναφορά στην ύπαρξη θεσμού "αποσβεστικής προθεσμίας" στο ελληνικό ποινικό δίκαιο, ο οποίος μάλιστα να είναι και ουσιαστικού ποινικού δικαίου.
Ανακριβής είναι και ο ισχυρισμός Βενιζέλου ότι τάχα μπορεί να μην προέβλεπε τέτοια προθεσμία το Σύνταγμα πριν το 2001 αλλά την προέβλεπε ο εκτελεστικός του Συντάγματος νόμος (νόμος περί ευθύνης υπουργών):
[..] από το 1864 έως το 2001 το Σύνταγμα δεν προέβλεπε όριο της κατά χρόνο αρμοδιότητας της Βουλής, αλλά αυτό προβλεπόταν στον εκτελεστικό νόμο, όπως συμβαίνει ακόμη τώρα [..].
Ο Βενιζέλος επικαλείται ότι τάχα προϋπήρχε στους νόμους περί ευθύνης υπουργών διάταξη περί αποσβεστικής προθεσμίας και ότι δήθεν απλώς επαναλήφθηκε αφενός στο άρθρο 86 του Συντάγματος και αφετέρου στον νόμο περί ευθύνης υπουργών που έφερε ο ίδιος το 2003 (Ν. 3126/2003). Από την μεταπολίτευση και μετά, ίσχυσαν οι εξής εκτελεστικοί νόμοι περί περί ευθύνης υπουργών: α) το ΝΔ 802/1971 β) ο Ν. 2509/1997 γ) ο Ν. 3126/2003. Σε κανέναν από αυτούς δεν προβλέπεται αποσβεστική προθεσμία ήτοι χρονικό όριο για να ασκήσει η Βουλή την αρμοδιότητά της περί άσκηση ποινικής δίωξης κατά υπουργών. Προβλέπονταν μόνο ειδική παραγραφή, που είναι διαφορετικός και διακριτός θεσμός από την αποσβεστική προθεσμία. Επομένως, δεν είναι ακριβής ο ισχυρισμός ότι τάχα "προβλεπόταν στον εκτελεστικό νόμο".
Ο Ν. 3126/2003 είναι μεταγενέστερος της αναθεώρησης του 2001. Δεν προϋπήρχε σε αυτόν (ή σε προγενέστερο νόμο περί ευθύνης υπουργών) διάταξη περί αποσβεστικής προθεσμίας η οποία τάχα απλώς επαναλήφθηκε. Ουδέποτε υπήρξε στο ελληνικό ποινικό δίκαιο θεσμός "αποσβεστικής προθεσμίας". Τον εισήγαγε το πρώτον ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Εξάλλου, αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο κατά την συζήτηση του Ν. 3126/2003 η Άννα Ψαρούδα Μπενάκη είχε κάνει λόγο για "κρυπτοπαραγραφή" (πρακτικά Ν. 3126/2003 18.02.2003 σελ. 25). Διότι ήταν ένας άγνωστος μέχρι τότε θεσμός, ο οποίος για πρώτη φορά το 2003 συνδέθηκε με την εξάλειψη του αξιόποινου. Γιατί να κάνει εντύπωση στην Άννα Ψαρούδα Μπενάκη ένας θεσμός ο οποίος ήταν τάχα ήδη γνωστός? Διότι δεν ήταν!
Η αναθεώρηση του 2019
Με την Συνταγματική αναθεώρηση του 2019, καταργήθηκε η διάταξη περί αποσβεστικής προθεσμίας από την παρ. 3 του άρθρου 86 του Συντάγματος.
Μπορείτε να βρείτε όλο το υλικό που αφορά στην συνταγματική αναθεώρηση του 2019 στο άρθρο μας Σύνταγμα 2019: Τα πρακτικά των συζητήσεων της Βουλής και των Επιτροπών.
Το Σύνταγμα του 2019 τέθηκε σε ισχύ την Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019 με το Ψήφισμα της 25.11.2019 (ΦΕΚ Α 187/28.11.2019). Πλέον, δεν προβλέπεται στο Σύνταγμα ότι η Βουλή έχει ορισμένη προθεσμία εντός της οποίας μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά της για την κίνηση της ποινικής δίωξης κατά υπουργών.
Μάλιστα, το πρώτο κόμμα που πρότεινε την κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ στις 2 Νοεμβρίου 2018. Ακολούθησαν και τα υπόλοιπα κόμματα με κατάθεση αντίστοιχων προτάσεων. Για τον λόγο αυτό ήταν εντυπωσιακό ότι, όταν οι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας στις τηλεοπτικές συζητήσεις διεκδικούσαν την πατρότητά της πρότασης, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ σιωπούσαν και το αποδέχονταν! Δεν το αντέκρουαν λέγοντας ότι το κόμμα τους το είχε προτείνει πρώτο! Διότι δεν το γνώριζαν! Αγνοούσαν τις προτάσεις του κόμματός τους!
Η μη τροποποίηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών (Ν. 3126/2003)
Το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003 (Νόμος περί ευθύνης υπουργών) προβλέπει ότι:
2. Το αξιόποινο των πράξεων των Υπουργών, που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1, εξαλείφεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, εάν ως τότε η Βουλή δεν έχει αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του Υπουργού, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο νόμο αυτόν.
Ο κοινός νομοθέτης δεν τροποποίησε αντιστοίχως το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003 (Νόμος περί ευθύνης υπουργών) ώστε να προσαρμοστεί στο νέο αναθεωρημένο άρθρο 86 του Συντάγματος. Οπότε, εκφράστηκε η άποψη ότι επειδή η διάταξη αυτή δεν έχει καταργηθεί ρητά, παραμένει σε ισχύ και ως εκ τούτου εφαρμόζεται και στην περίπτωση Σπίρτζη - Καραμανλή με αποτέλεσμα να επέλθει η εξάλειψη του αξιόποινου ("παραγραφή") στο τέλος του καλοκαιριού του 2025.
Η ανάλυσή μας από το 2024
Τον Μάρτιο του 2024, σε ανύποπτο χρόνο, είχαμε θίξει το εν λόγω ζήτημα στο άρθρο μας Τέμπη: Συγκάλυψη, Παραπληροφόρηση, Ευθύνη υπουργών, Βουλευτική ασυλία και Παραγραφή.
Είχαμε υποστηρίξει την άποψη ότι η εν λόγω διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003 είχε καταργηθεί αυτοδικαίως και σιωπηρώς από την 25η Νοεμβρίου 2019, με την δημοσίευση του Ψηφίσματος της 25.11.2019 με το οποίο τέθηκε σε ισχύ το αναθεωρημένο Σύνταγμα.
Τα επιχειρήματά μας ήταν τα εξής:
1. Η αποσβεστική προθεσμία στο άρθρο 86 του Συντάγματος δεν ήταν θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου ώστε να εφαρμόζονται σε αυτήν οι διατάξεις που αφορούν στην αναδρομική ισχύ του ευμενέστερου νόμου. Δεν είναι καν θεσμός ποινικού δικονομικού δικαίου. Είναι μια απλή προθεσμία που αφορά στην άσκηση της αρμοδιότητας της Βουλής.
2. Ο Ν. 3126/2003 περί ευθύνης υπουργών είναι μεταγενέστερος της αναθεώρησης του 2001 και αποτυπώνει την εκπεφραμένη βούληση του συντακτικού νομοθέτη του 2001 ο οποίος με την τροποποίηση του άρθρου 86 του Συντάγματος το 2001 έθεσε το πρώτον την διάταξη περί αποσβεστικής προθεσμίας ως διάταξη συνταγματικής περιοπής. Δεν μετέφερε κάποιο προηγούμενο καθεστώς του κοινού νόμου. Το αυτό επιβεβαιώνει και η αιτιολογική έκθεση του Ν. 3126/2003 (σελ. 1) όπου αναφέρεται ότι "Με το παρόν σχέδιο νόμου επιδιώκεται η προσαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας για την ποινική ευθύνη των υπουργών (νόμος Ν. 2509/1997) προς τις ρυθμίσεις του άρθρου 86 του Συντάγματος, όπως αυτό αναθεωρήθηκε με το ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής".
3. Η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003 είναι απλή επανάληψη της διάταξης του Σ86 κι όχι συνέχεια κάποιου προηγούμενου καθεστώτος το οποίο ίσχυε στον κοινό νόμο, ήτοι δεν έχει αυτοτέλεια έναντι του Συντάγματος ή του κοινού νόμου, όπως προκύπτει ρητά και ξεκάθαρα από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3126/2003 (σελ. 1) όπου καταγράφεται ότι "Στο άρθρο 3 του σχεδίου [..] και παράλληλα στην παράγραφο 2 επαναλαμβάνεται η κατά το άρθρο 66 παρ. 3 εδάφιο ε' του Συντάγματος αποσβεστική προθεσμία του προς την δίωξη των Υπουργών δικαιώματος της Βουλής". Επομένως, η διάταξη αυτή του Ν. 3126/2003 δεν στέκει αυθύπαρκτη στην έννομη τάξη αλλά υπήρχε όσο υπήρχε και η αντίστοιχη συνταγματική διάταξη. Εάν δεχόμασταν την αντίθετη άποψη τότε θα έπρεπε να θεωρηθεί για παράδειγμα ότι και το άρθρο 6 παρ. 2 του ΠΔ 26/2012 περί εκλογικής νομοθεσίας, το οποίο ορίζει ότι η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική, είναι αυτοτελής κανόνας και όχι απλή επανάληψη του άρθρου 51 παρ. 5 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου δεν μπορεί και μετά την κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας από το άρθρο 86 με την αναθεώρηση του 2001 να θεωρηθεί ότι η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003 εξακολουθεί να έχει ισχύ. Η κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας αναγκαστικά συμπαρασύρει και συγκαταργεί το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003 διότι η τελευταία αυτή διάταξη ήταν απλή επανάληψη της συνταγματικής διάταξης, η οποία όμως καταργήθηκε. Δεν χωρά αμφιβολία λοιπόν ότι από τις 25 Νοεμβρίου 2019 οπότε δημοσιεύτηκε το Ψήφισμα της 25.11.2019 (ΦΕΚ Α 187/28.11.2019) με το οποίο τέθηκαν σε ισχύ οι αναθεωρημένες διατάξεις του Συντάγματος, καταργήθηκε ταυτόχρονα και σιωπηρά και η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003 σε ό,τι αφορούσε την αποσβεστική προθεσμία.
4. Η βούληση του Συντακτικού νομοθέτη του 2019 ήταν η πλήρης κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας συνολικά από την έννομη τάξη και όχι η μεταφορά της από το Σύνταγμα στον κοινό νόμο. Η ερμηνεία της επίμαχης διάταξης του κοινού νόμου γίνεται πάντοτε υπό το πρίσμα της βούλησης του συντακτικού νομοθέτη όπως εύστοχα σημειώνει κι ο Βενιζέλος [Ευ. Βενιζέλος "Το αναθεωρημένο ελληνικό Σύνταγμα του 2001 και η επικαιρότητα του συνταγματικού φαινομένου" 2001]. Η βούληση λοιπόν του συντακτικού νομοθέτη δεν ήταν μόνο η πλήρης κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας αλλά και ο αποκλεισμός οποιασδήποτε κανονιστικής ευχέρειας στον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει κατά βούληση τέτοια αποσβεστική προθεσμία.
5. Η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003, και ως προς την έννομη συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί μη ισχύουσα ή/και σιωπηρώς καταργηθείσα από τον νεότερο νόμο δηλαδή από την νέα συνταγματική διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος ήτοι από την δημοσίευση του Ψηφίσματος της 25.11.2019 με το οποίο τέθηκε σε ισχύ το αναθεωρημένο Σύνταγμα. Σιωπηρή κατάργηση υπάρχει όταν από την έννοια του περιεχομένου του προκύπτει κατά τρόπο σαφή, ότι ο νεότερος αυτός νόμος έχει σκοπό την κατάργηση του προγενέστερου αντιθέτου προς αυτόν νόμου, όπως συμβαίνει όταν ο νεότερος νόμος ρυθμίζει το ίδιο θέμα κατά τρόπο αντίθετο και ασυμβίβαστο προς την ρύθμιση του παλαιότερου νόμου [βλ. ενδεικτικά και ΓνωμΕισΑπ 4/1999 στην οποία είχε δεχτεί ως μη ισχύουσες ποινικές διατάξεις του Ν.Δ. 794/1971 (δημόσιες συναθροίσεις) οι οποίες δεν είχαν καταργηθεί ρητά από τον κοινό νομοθέτη μετά την θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1975 και ΑΠ 65/2016 ενδεικτικά περί σιωπηρής κατάργησης νόμου]. Τέτοια σιωπηρή κατάργηση ουσιαστικών ποινικών διατάξεων λόγω Συνταγματικής Αναθεώρησης έγινε για παράδειγμα με την σιωπηρή κατάργηση των διατάξεων των άρθρων 212-225 του ποινικού κώδικα του 1834 "περί αθέμιτων ενώσεων", λόγω των άρθρων 10 και 11 του Συντάγματος του 1911, τα οποία εισήγαγαν την σύσταση σωματείων χωρίς προηγούμενη άδεια της αρχής [Κων. Κωστής "Ερμηνεία του εν Ελλάδι ισχύοντος ποινικού νόμου" 1926, Τ1 σελ. 25 υποσ. 3]. Μάλιστα, έχει καταγραφεί και περίπτωση σιωπηρής κατάργησης διατάξεων του νόμου περί ευθύνης υπουργών, λόγω αλλαγής του Συντάγματος. Σύμφωνα με την Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ΓνωμΕισΑΠ 8/1980, οι διατάξεις των άρθρων 13, 14, 15 και 17 του ισχύοντος τότε νόμου περί ευθύνης υπουργών (ΝΔ 802/1972) έπρεπε να θεωρηθούν "ως καταργηθείσαι". Επομένως, δεν είναι άγνωστη στην ελληνική έννομη τάξη η σιωπηρή κατάργηση διατάξεων νόμων, και δη του νόμου περί ευθύνης υπουργών, λόγω συνταγματικής αλλαγής.
6. Ακόμα όμως κι δεν γίνει δεκτή η άποψη της σιωπηρής κατάργησης, η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003 είναι ασύμβατη με το Σύνταγμα, όπως αυτό διαμορφώθηκε με την αναθεώρηση του 2019 και ότι σε περίπτωση που τεθεί τέτοιο ζήτημα ενώπιον της δικαστικής εξουσίας, θα πρέπει να μην την εφαρμόσει και να την κηρύξει αντισυνταγματική. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία θα οδηγούσε σε πολλαπλά ερμηνευτικά ζητήματα τα οποία θα άγγιζαν ακόμα και τον πυρήνα της ίδιας της αυξημένης ισχύος του Συντάγματος έναντι του κοινού νόμου. Θα έθιγε την ιεραρχική υπέροχη του Συντάγματος και θα το καθιστούσε απλώς primus inter pares. Εάν γίνει δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003 παραμένει σε ισχύ τότε αναγκαστικά γίνεται δεκτό και ότι ο νόμος μπορεί να ορίζει αντίθετα προς το Σύνταγμα. Μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αν ο κοινός νομοθέτης δεν καταργήσει ρητά την επίμαχη διάταξη του Ν. 3126/2003 τότε αυτή θα εξακολουθήσει να ισχύει ες αεί, έστω κι αν ο καταστατικός χάρτης της χώρας προβλέπει αλλιώς.
7. Η διάταξη του άρθρου 86 παρ 3 του Συντάγματος είναι επαρκώς ορισμένη ώστε να τυγχάνει άμεσης εφαρμογής, χωρίς να απαιτείται προς τούτο η έκδοση ή η τροποποίηση σχετικού εκτελεστικού νόμου. Δεν απαιτείται η έκδοση εκτελεστικού νόμου ο οποίος "θα θέσει σε εφαρμογή" την νέα διατύπωση του άρθρου 86 του Συντάγματος, όπως επικαλούνται δημοσιεύματα. Είναι διάταξη άμεσης ισχύος και δεν τελεί υπό την αίρεση έκδοσης εκτελεστικού νόμου. Η παραδοχή αυτή είναι αυτονόητη λογική προϋπόθεση της άποψης μας ότι έχει επέλθει σιωπηρή κατάργηση της επίμαχης διάταξης του άρθρου 3 παρ 2 του Ν. 3126/2003 με την αναθεώρηση του άρθρου 86 παρ 3 του Συντάγματος αλλά την κατέθεσε ρητά στον δημόσιο διάλογο πρώτος ο Καθηγητής Χαρ. Τσιλιώτης [*Βλ. Χαρ. Τσιλιώτης, "Η κατάργηση της σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 86 παρ. 3 υπερισχύει της αντίθετης ρύθμισης του άρθρου 3 παρ. 2 Ν. 3126/2003", 21.02.2025 σε dikastiko.gr]
8. Σε κάθε περίπτωση, το Σύνταγμα αναθεωρήθηκε το 2019 και το έγκλημα των Τεμπών συνέβη τέλος Φεβρουαρίου 2023. Η παράλειψη του Υπουργού Μεταφορών Κων. Αχ. Καραμανλή συνέχισε να τελείται και μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος σε χρόνο κατά τον οποίο είχε σιωπηρώς καταργηθεί η επίμαχη διάταξη του Ν. 3126/2003.
Το νομοσχέδιο
Την Παρασκευή 2 Μαΐου 2025, το Υπουργείο Δικαιοσύνης κατέθεσε το νομοσχέδιο "Παρεμβάσεις στο νομοθετικό πλαίσιο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και στον Κώδικα Συμβολαιογράφων και λοιπές διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης".
Στο άρθρο 62 του νομοσχεδίου περιέχεται διαπιστωτική διάταξη η οποία ορίζει:
Άρθρο 62 - Διαπίστωση κατάργησης παρ. 2 άρθρου 3 ν. 3126/2003
Διαπιστώνεται η κατάργηση της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3126/2003 (Α ́66) από την έναρξη ισχύος του Ψηφίσματος της 25ης Νοεμβρίου 2019 της Θ ́Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α ́187) σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 110 του Συντάγματος.
Στην αιτιολογική έκθεση (σελ. 82-83) της ρύθμισης, αναφέρονται τα εξής:
Με την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2019, αναθεωρήθηκε, με ευρύτατη πλειοψηφία, το άρθρο 86 του Συντάγματος προκειμένου να καταργηθεί το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 («Η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος»). Βλ. Ψήφισμα της Θ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων της 25ης Νοεμβρίου 2019 (Α’ 187). Από τη θέση σε ισχύ της ανωτέρω αναθεώρησης με τη δημοσίευση του Ψηφίσματος της Θ’ Αναθεωρητικής Βουλής στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ήτοι από τις 28 Νοεμβρίου 2019), καταργήθηκε και η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 3 του εκτελεστικού του Συντάγματος νόμου για την ευθύνη Υπουργών (ν. 3126/2003, Α’ 66), σύμφωνα με την οποία "Το αξιόποινο των πράξεων των Υπουργών, που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1, εξαλείφεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, εάν ως τότε η Βουλή δεν έχει αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του Υπουργού, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο νόμο αυτόν". Όπως σημειώνεται και στην εισηγητική έκθεση του ν. 3126/2003, με την ανωτέρω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3126/2003 «επαναλαμβάνεται η κατά το άρθρο 86 παράγραφος 3 εδάφιο ε’ του Συντάγματος αποσβεστική προθεσμία του προς δίωξη των Υπουργών δικαιώματος της Βουλής». Ως προς το ζήτημα της αποσβεστικής προθεσμίας, συνεπώς, το άρθρο 86 του Συντάγματος και το άρθρο 3 του ν. 3126/2003 περιέχουν την ίδια ρύθμιση. Η κατάργηση της σχετικής συνταγματικής ρύθμισης συνεπάγεται, κατά νομική και λογική ακολουθία, και την κατάργηση της επανάληψης της ρύθμισης αυτής στον ν. 3126/2003 τόσο λόγω της αυξημένης τυπικής ισχύος του Συντάγματος έναντι του τυπικού νόμου όσο και λόγω της άμεσης εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 86 του Συντάγματος. Οι εργασίες ενώπιον τόσο της προτείνουσας όσο και της αναθεωρητικής Βουλής δεν καταλείπουν άλλωστε την οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς τη βούληση άμεσης κατάργησης της ειδικής ρύθμισης για την αποσβεστική προθεσμία, χωρίς η κατάργησή της να εξαρτάται από τη θέσπιση της οποιασδήποτε πρόσθετης διάταξης στην κοινή νομοθεσία. Με αυτά τα δεδομένα, η προτεινόμενη ρύθμιση έχει διαπιστωτικό και μόνο χαρακτήρα. Επιβεβαιώνει απλώς, για λόγους ασφάλειας δικαίου και άρσης της οποιασδήποτε τυχόν αμφισβήτησης, την κατάργηση της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3126/2003 από τη θέση σε ισχύ της αναθεώρησης του Συντάγματος του 2019, χωρίς να δύναται να της αποδοθεί το οποιοδήποτε συστατικό ή διαπλαστικό περιεχόμενο υπό την έννοια της δημιουργίας νέων νομικών καταστάσεων.
Επομένως, με την διάταξη αυτή, δεν καταργείται τώρα αλλά διαπιστώνεται η κατάργηση της επίμαχης ρύθμισης του Ν. 3126/2003 ήδη από την από την έναρξη ισχύος του Ψηφίσματος της 25ης Νοεμβρίου 2019.
Η αιτιολογική έκθεση περιλαμβάνει επιχειρήματα τα οποία είχαμε αναπτύξει από το 2024:
1. Η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003 είναι απλή επανάληψη της διάταξης του Σ86 κι όχι συνέχεια κάποιου προηγούμενου καθεστώτος το οποίο ίσχυε στον κοινό νόμο, ήτοι δεν έχει αυτοτέλεια έναντι του Συντάγματος ή του κοινού νόμου, όπως προκύπτει ρητά και ξεκάθαρα από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3126/2003 (σελ. 1) Η κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας από το Σύνταγμα κατά νομική και λογική ακολουθία συγκαταργεί και την επανάληψη της ρύθμισης αυτής στον ν. 3126/2003.
2. Η βούληση του Συντακτικού νομοθέτη του 2019 ήταν βούληση άμεσης κατάργησης της αποσβεστικής προθεσμίας
3. Η διάταξη του άρθρου 86 παρ 3 του Συντάγματος είναι άμεσης εφαρμογής, χωρίς η κατάργησή της να εξαρτάται από τη θέσπιση της οποιασδήποτε πρόσθετης διάταξης στην κοινή νομοθεσία
Νομοτεχνικά ορθότερη η διαπιστωτική διάταξη
Σημειώνεται ότι την Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2025, με πρωτοβουλία του Βουλευτή του Κινήματος Δημοκρατίας (Κασσελάκης) Αλέξανδου Αυλωνίτη, κατατέθηκε βουλευτική τροπολογία στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού με τίτλο «Ρυθμίσεις για την ενίσχυση του Ερασιτεχνικού και του Επαγγελματικού Αθλητισμού» για την εισαγωγή ερνηνευτικής διάταξης σύμφωνα με την οποία:
"Αυθεντική ερμηνεία του ειδικού λόγου εξάλειψης του αξιοποίνου των πράξεων των Υπουργών:
Η αληθής έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Ν. 3126/2003 (ΦΕΚ Α΄66), κατ’ αυθεντική ερμηνεία είναι ότι έχει καταργηθεί από το άρθρο 86 του Συντάγματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε και αναθεωρήθηκε από το Ψήφισμα της 29ης Νοεμβρίου 2019 της Θ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων.".
Πέρα από το γεγονός ότι το Κίνημα Δημοκρατίας στην τροπολογία του δεν είχε καταθέσει πλήρη και τεκμηριωμένη επιστημονική επιχειρηματολογία, θεωρούμε ότι είναι νομοτεχνικά ορθότερη η επιλογή της Κυβέρνησης να φέρει διαπιστωτική κι όχι ερμηνευτική διάταξη.
Δεν τελείωσαν όλα εδώ
Σε κάθε περίπτωση, η υπερψήφιση της διάταξης θα είναι ένα βήμα αλλά δεν θα έχει κλείσει οριστικά το ζήτημα. Απλώς σηματοδοτεί ότι η Κυβέρνηση έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει για να "φύγει από πάνω της η καυτή πατάτα" και για να μην αφήνει περιθώρια να την κατηγορεί η αντιπολίτευση για ένα ακόμα ζήτημα. Το ζήτημα έφυγε από την κυβέρνηση και μετατέθηκε στα δικαστήρια. Ουσιαστικά, πρόκειται για μετάθεση ευθύνης από την κυβέρνηση στα δικαστήρια.
Όπως κάθε διάταξη νόμου έτσι και αυτή υπόκειται στον έλεγχο συνταγματικότητας από τα δικαστήρια. Από το Ειδικό Δικαστήριο εν προκειμένω. Δεν αποκλείεται δηλαδή το Ειδικό Δικαστήριο που θα δικάσει τις πράξεις των υπουργών οι οποίοι εμπλέκονται στο έγκλημα των Τεμπών να κρίνει διαφορετικά και να θεωρήσει ως αντισυνταγματική την διάταξη που έφερε η Κυβέρνηση.
Ακόμα κι αν κρίνουν έτσι τα δικαστήρια, η Κυβέρνηση θα έχει την δυνατότητα να επικαλεστεί ότι αυτό που μπορούσε να κάνει, το έκανε και ρίξει το φταίξιμο στους δικαστές.
Η αντιπολίτευση
Παράλληλα, η Κυβέρνηση εγκλώβισε ακόμα μία φορά την αντιπολίτευση, η οποία επιμένει στην ρητή κατάργηση της διάταξης με νόμο αντί να επιμένει στο ότι έχει αυτοδικαίως καταργηθεί χωρίς να απαιτείται κάποια νομοθετική παρέμβαση.
Η αντιπολίτευση, ενώ κοιμόταν τόσα χρόνια, ξύπνησε πριν λίγους μήνες και ξεκίνησε να εγκαλεί την κυβέρνηση για αδράνεια. Ότι με την αναθεώρηση του Συντάγματος δεν έφερε ταυτόχρονα και νόμο που να καταργεί την επίμαχη διάταξη από τον νόμο περί ευθύνης υπουργών (Ν. 3126/2003). Βέβαια, ούτε η αντιπολίτευση τόσα χρόνια το ζήτησε ή το έθιξε το θέμα. Το αγνοούσαν! Δεν γνώριζαν καν ότι υπάρχει τέτοιο ζήτημα!
Με τον τρόπο αυτό όμως, η αντιπολίτευση εγκλωβίστηκε στο επιχείρημα ότι πρέπει να γίνει ρητή κατάργηση της επίμαχης διάταξης με νόμο αντί να παραμείνει ακλόνητη στο επιχείρημα ότι έχει καταργηθεί αυτοδικαίως και σιωπηρά, χωρίς να απαιτείται νόμος προς τούτο. Ήταν ακόμα ένα "τζογάρισμα" της αντιπολίτευσης πάνω στην υπόθεση των Τεμπών με προδιαγεγραμμένη αποτυχία. Διότι τώρα η αντιπολίτευση θα φανεί ασυνεπής εάν δεν υπερψηφίσει την διάταξη που έφερε η Κυβέρνηση και την οποία αποζητούσε. Η προχειρότητα και η τσαπατσουλιά έχουν κόστος. Θα έπρεπε να το γνωρίζουν.
Είχαμε ήδη εκφράσει αμφιβολίες ως προς το ότι απαιτείται τέτοια ρητή διαπίστωση της κατάργησης της επίμαχης διάταξης με νόμο, αλλά εφόσον κατατεθεί τέτοια διάταξη θα έπρεπε να υπερψηφιστεί, σχολιάζοντας την τροπολογία του Κινήματος Δημοκρατίας ως εξής:
Η τροπολογία αυτή κινείται στην σωστή κατεύθυνση. Εκφράζεται ωστόσο ο εξής προβληματισμός. Το σύνταγμα είναι στην κορυφή της ιεραρχίας της έννομης τάξης και δεν είναι primus inter pares με τον κοινό νόμο. Η θέσπιση τέτοιας ερμηνευτικής διάταξης είναι μεν υπέρ της ασφάλειας δικαίου, υπονοεί όμως ότι η διαπίστωση της κατάργησης διάταξης νόμου ως αντισυνταγματικής απαιτεί την έκδοση τέτοιας διάταξης και στον βαθμό αυτό υπονομεύει την υπεροχή του Συντάγματος έναντι του κοινού νόμου. Όμως, επειδή αφορά σε εξαιρετικά σοβαρό ζήτημα, καλό είναι να μην αφήνονται τα πράγματα στην τύχη ή στην απίθανη περίπτωση να βρεθούν δικαστές οι οποίοι δεν θα είχαν πρόβλημα να θυσιάσουν το επιστημονικό τους κύρος, κι ως εκ τούτου κρίνεται ορθή και επιβεβλημένη η υπερψήφισή της.
Είναι προφανές ότι δεν θα προέκυπτε ζήτημα "παραγραφής" εάν είχε γίνει ρητή κατάργηση της επίμαχης διάταξης στον χρόνο που έπρεπε. Αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε έγκαιρα. Ούτε όμως το ζήτησε έγκαιρα η αντιπολίτευση, παρόλο που η κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας από το άρθρο 86 του Συντάγματος ήταν και δική της πρόταση.
Το Σύνταγμα αναθεωρήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2019. Η κυβέρνηση αδράνησε. Η αντιπολίτευση όμως, τί έκανε? Από τις 29 Νοεμβρίου 2019 θα μπορούσε να ανακινήσει το ζήτημα και να φέρει πρόταση νόμου για την κατάργηση της επίμαχης διάταξης του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Τί έκαναν για αυτό? Απολύτως τίποτα!
Δεν υπάρχει μόνο ένας υπεύθυνος στην υπόθεση αυτή, δηλαδή μόνο η κυβέρνηση. Το ίδιο υπεύθυνη για αυτό το χάλι είναι και η αντιπολίτευση, η οποία έχει παραιτηθεί από τον συνταγματικό της ρόλο. Όσοι από την αντιπολίτευση διαρρηγνύουν σήμερα τα ιμάτιά τους για την αδράνεια της κυβέρνησης, οφείλουν πρώτα να δώσουν εξηγήσεις για το τί έπραξαν ή δεν έπραξαν οι ίδιοι.
Τελικά τί είναι χειρότερο? Ο ισχυρισμός της αντιπολίτευσης ότι η κυβέρνηση γνώριζε αλλά δολίως δεν έκανε τίποτα? Ή το γεγονός ότι η αντιπολίτευση δεν έκανε τίποτα επειδή ούτε γνώριζε αλλά ούτε φρόντισε να μάθει?
Η απάντηση είναι ήδη γνωστή. Κουνάνε το δάχτυλο αλλά μέχρι πριν μερικούς μήνες δεν ήξεραν καν ότι υπάρχει ζήτημα με την επίμαχη διάταξη. Τόσα χρόνια δεν τους ένοιαζε να το μάθουν, διότι δεν τους ενδιαφέρει τίποτα και δεν ασχολούνται σοβαρά με τίποτα. Όπως πριν λίγους μήνες έμαθαν ότι είχαν προτείνει κι αυτοί την κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας από το άρθρο 86 του Συντάγματος. Επί 5 χρόνια πίστευαν ότι ήταν πρόταση της Νέας Δημοκρατίας. Αγνοούσαν ότι ήταν και δική τους πρόταση. Μετά αναρωτιούνται γιατί η κοινωνία τους γυρίζει την πλάτη.
Ακολουθήστε μας στο BlueSky, στο mastodon, στο twitter και στο Facebook